Verbinding στα ελληνικά
Μετάφραση: verbinding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχέση, ανταπόκριση, σύνδεση, συνδυασμός, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedienen στα ελληνικά - βοήθεια, βοηθός, περιποιούμαι, επιμελούμαι, αρωγή, επικουρία, υπηρετώ, ...
- inzegenen στα ελληνικά - ευλογώ, αφιερώνω, καθαγιάσει, αφιερώσετε τους, αφιερώσουμε τους, αφιερώσετε τη
- jungle στα ελληνικά - ζούγκλα, ζούγκλας, στη ζούγκλα, ζούγκλα του, ζουγκλών
- klak στα ελληνικά - σπυρί, μουτζούρα, μέρος, αμαυρώνω, μουτζουρώνω, εντοπίζω, βούλα, ...
Τυχαίες λέξεις
Verbinding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχέση, ανταπόκριση, σύνδεση, συνδυασμός, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
Μεταφράσεις: σχέση, ανταπόκριση, σύνδεση, συνδυασμός, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά