Συνουσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνουσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geslachtsdaad, paring, gemeenschap, omgang, verkeer, geslachtsgemeenschap, vrijen
Συνουσία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνουσία

συνουσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνουσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνομοσπονδία στα ολλανδικά - bondsstaat, confederatie, federatie, Confederation, verbond, statenbond
  • συνορεύω στα ολλανδικά - belenden, aanliggen, grenzen aan, abut, grenzen
  • συνοφρυώνομαι στα ολλανδικά - frons, fronsen, frown
  • συνοχή στα ολλανδικά - samenhang, cohesie, cohesiebeleid, de cohesie
Τυχαίες λέξεις
Συνουσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geslachtsdaad, paring, gemeenschap, omgang, verkeer, geslachtsgemeenschap, vrijen