Συνουσία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνουσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relações, coito, relações sexuais, relação sexual, intercurso
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνουσία
συνουσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνουσία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνομοσπονδία στα πορτογαλικά - confederação, confederation, confederação de, confederación, confederações
- συνορεύω στα πορτογαλικά - confinar, abut, encostar, encostam, confinam
- συνοφρυώνομαι στα πορτογαλικά - carranca, olhar severo, careta, cenho, cenho franzido
- συνοχή στα πορτογαλικά - coesão, de coesão, a coesão, da coesão
Τυχαίες λέξεις
Συνουσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: relações, coito, relações sexuais, relação sexual, intercurso
Μεταφράσεις: relações, coito, relações sexuais, relação sexual, intercurso