Σύμβουλος στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύμβουλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
raadsman, raadgever, adviseur, mentor, advisor, adviseur van
Σύμβουλος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμβουλος

σύμβουλος πωλήσεων, σύμβουλος αναβάθμισης των windows 7, σύμβουλος σταδιοδρομίας, σύμβουλος ψυχικής υγείας, σύμβουλος επιχειρήσεων, σύμβουλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύμβουλος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύμβαση στα ολλανδικά - congres, overeenkomst, contract, opdracht, aanbesteding
  • σύμβολο στα ολλανδικά - symbool, zinnebeeld, figuur, plaat, prent, voorstelling, afbeelding, ...
  • σύμμαχος στα ολλανδικά - bondgenoot, bondgenoot van, ally
  • σύμπηξη στα ολλανδικά - verharding, concretie, verdichting, concretion, concretisering
Τυχαίες λέξεις
Σύμβουλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: raadsman, raadgever, adviseur, mentor, advisor, adviseur van