Σύμμαχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύμμαχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bondgenoot, bondgenoot van, ally
Σύμμαχος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμμαχος

σύμμαχος in english, σύμμαχος μετάφραση, σύμμαχος συνώνυμα, σύμμαχος συνώνυμο, σύμμαχος στα αγγλικά, σύμμαχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύμμαχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύμβολο στα ολλανδικά - symbool, zinnebeeld, figuur, plaat, prent, voorstelling, afbeelding, ...
  • σύμβουλος στα ολλανδικά - raadsman, raadgever, adviseur, mentor, advisor, adviseur van
  • σύμπηξη στα ολλανδικά - verharding, concretie, verdichting, concretion, concretisering
  • σύμπλεγμα στα ολλανδικά - afbinden, toebinden, bundel, bos, wis, groepering, groep, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύμμαχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bondgenoot, bondgenoot van, ally