Σύμφωνο στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύμφωνο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medeklinker, consonant, overeenstemming, in overeenstemming, strookt
Σύμφωνο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμφωνο

σύμφωνο σταθερότητας, σύμφωνο των δημάρχων, σύμφωνο εταιρικής σχέσης, σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, σύμφωνο εμπιστευτικότητας υπόδειγμα, σύμφωνο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύμφωνο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύμπλεγμα στα ολλανδικά - afbinden, toebinden, bundel, bos, wis, groepering, groep, ...
  • σύμπτωμα στα ολλανδικά - verschijnsel, teken, symptoom, symptomen, de symptomen
  • σύναξη στα ολλανδικά - hoop, kudde, samenscholing, aggregatie, opeenstapeling, samenkomst, verzameling, ...
  • σύνδεση στα ολλανδικά - verbinding, samenhang, vereniging, aansluiting, connectie, verband
Τυχαίες λέξεις
Σύμφωνο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: medeklinker, consonant, overeenstemming, in overeenstemming, strookt