Λέξη: έπαθλο
Σχετικές λέξεις: έπαθλο
πύθια έπαθλο, ίσθμια έπαθλο, έπαθλο συνώνυμο, έπαθλο για τους νικητές των ολυμπιακών αγώνων στην αρχαία ελλάδα, έπαθλο forthnet, έπαθλο the voice, έπαθλο περιοδικό, το έπαθλο, νέμεα έπαθλο, έπαθλο ολυμπιακών αγώνων
Συνώνυμα: έπαθλο
βραβείο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση
Μεταφράσεις: έπαθλο
έπαθλο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prize, prize pool, award, prize of, a prize
έπαθλο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
galardón, premio, premio de, de premios, el premio, del premio
έπαθλο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trophäe, preis, gewinn, siegespreis, prämie, beute, belohnung, respektieren, prämierung, ehrenpreis, Preis, Preises, Auszeichnung
έπαθλο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéfice, gratification, houp, prime, estimer, lot, prix, gain, récompense, trophée, priser, butin, prix de, le prix
έπαθλο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
premio, premi, premio di, premio in, il premio
έπαθλο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privilegiado, prêmio, prémio, prémios, prêmio de, prêmios
έπαθλο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buit, prijs, premie, prijzengeld, prijzenpot, prijzen, hoofdprijs
έπαθλο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
премия, поднимать, оценивать, приз, дорожить, вознаграждение, мзда, выигрыш, находка, выбивать, трофей, награда, добыча, премированный, призовой, премии, призом
έπαθλο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gevinst, premie, premien, prisen, pris
έπαθλο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vinst, pris, priset
έπαθλο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaalia, arvostaa, saalis, kammeta, palkinto, palkinnon, palkintoa, voitto
έπαθλο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
præmie, prisen, pris, gevinst, præmien
έπαθλο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výhra, prémie, zisk, odměna, cena, cenu, Prize, cenou, ocenění
έπαθλο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podważać, fant, nagroda, premia, wygrana, odważać, nagrodę, nagrody, nagród, nagrodą
έπαθλο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jutalom, forgáspont, nyeremény, díj, díjat, nyereményjáték
έπαθλο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ganimet, bayrak, ödül, ödül çekilişi, ödülü, bir ödül, çekilişi
έπαθλο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вбиральня, таємний, убиральня, приз
έπαθλο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çmim, Çmimi, çmimin, Çmimi i, çmimin e
έπαθλο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приз, награда, награден, наградата, награди, наградния
έπαθλο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыз
έπαθλο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kang, kangutama, auhind, preemia, auhinna, koha auhind, auhindade
έπαθλο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
premija, ocijeniti, zgoditak, nagrada, učinak, nagradu, nagrade, nagradni
έπαθλο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðlaun, Verðlaunin, verðlauna, verðlaunafé, nóbels
έπαθλο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praemium
έπαθλο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grobis, prizas, premija, prizą, premijos, apdovanojimas
έπαθλο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laupījums, balva, balvu, balvas, prēmija, laimestu
έπαθλο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
награда, наградата, награди, награда за, наградни
έπαθλο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pradă, trofeu, premiu, câștiguri, de câștiguri, premii, premii in
έπαθλο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cena, nagrada, nagrado, prize, nagrade, nagradni
έπαθλο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výhra, cena, odmena
Τυχαίες λέξεις