Τριτεγγύηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: τριτεγγύηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
borg, garant, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg
Τριτεγγύηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τριτεγγύηση

τριτεγγύηση επιταγής, τριτεγγύηση σε συναλλαγματική, τριτεγγύηση συναλλαγματικής, τριτεγγύηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τριτεγγύηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τριπλός στα ολλανδικά - drievoudig, drievoudige, drieledig, drieledige, verdrievoudigd
  • τριποδίζω στα ολλανδικά - draven, dribbelen, korte galop, galop, canter, de galop, galoppade
  • τριφύλλι στα ολλανδικά - klaver, clover, klavertje
  • τριχωτός στα ολλανδικά - ruig, ruigharig, harig, behaard, harige, behaarde, hairy
Τυχαίες λέξεις
Τριτεγγύηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: borg, garant, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg