Υποθήκη στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hypotheek, hypothecaire, hypothecair, hypotheken, hypotheekrente
Υποθήκη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποθήκη

υποθήκη στα αγγλικά, υποθήκη επικαρπίας, υποθήκη ακινήτου, υποθήκη προσημείωση, υποθήκη και προσημείωση, υποθήκη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποθήκη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποθάλπω στα ολλανδικά - pruttelen, aanhitsen, wakkeren, foment, te wakkeren, te zaaien
  • υποθέτω στα ολλανδικά - menen, veronderstellen, aannemen, stellen, vermoeden, claimen, raden, ...
  • υποθετικός στα ολλανδικά - nieuwsgierig, benieuwd, weetgierig, hypothetisch, hYPOTHETISCH VAN AARD, hypothetische, hypothetische aard, ...
  • υποθηκεύω στα ολλανδικά - hypotheek, hypothecaire, hypothecair, hypotheken, hypotheekrente
Τυχαίες λέξεις
Υποθήκη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hypotheek, hypothecaire, hypothecair, hypotheken, hypotheekrente