Υποκατάστημα στα ολλανδικά
Μετάφραση: υποκατάστημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdeling, tak, aftakking, depot, filiaal, bijkantoor, branche
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκατάστημα
υποκατάστημα στα αγγλικά, υποκατάστημα τράπεζας πειραιώς, υποκατάστημα πειραιώς, υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρείας, υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρείας στην ελλάδα, υποκατάστημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποκατάστημα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υποθηκεύω στα ολλανδικά - hypotheek, hypothecaire, hypothecair, hypotheken, hypotheekrente
- υποκαθιστώ στα ολλανδικά - inboeten, vervanging, substituut, plaatsvervanger, vervangende, vervanger
- υποκείμενο στα ολλανδικά - staatsburger, thema, subject, discipline, apropos, stof, tucht, ...
- υποκειμενικός στα ολλανδικά - subjectief, persoonlijke, subjectieve
Τυχαίες λέξεις
Υποκατάστημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afdeling, tak, aftakking, depot, filiaal, bijkantoor, branche
Μεταφράσεις: afdeling, tak, aftakking, depot, filiaal, bijkantoor, branche