Υποψήφιος στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποψήφιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kandidaat, aspirant, sollicitant, de kandidaat, gegadigde
Υποψήφιος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποψήφιος

υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, υποψήφιος δήμαρχος αθήνας, υποψήφιος περιφερειάρχης πελοποννήσου, υποψήφιος δήμαρχος θεσσαλονίκης, υποψήφιος περιφερειάρχης χρυσομάλλης νικόλας, υποψήφιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποψήφιος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποχωρητικός στα ολλανδικά - compliant, conforme, compatibele, compatibel, voldoet
  • υποχωρώ στα ολλανδικά - terugkrabbelen, luwen, bedaren, teruggaan, aftrekken, bekoelen, achteruitgaan, ...
  • υποψία στα ολλανδικά - wantrouwen, verdenking, achterdocht, argwaan, vermoeden
  • υποψηφιότητα στα ολλανδικά - benoeming, voordracht, kandidaatstelling, nominatie, benoemings-
Τυχαίες λέξεις
Υποψήφιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kandidaat, aspirant, sollicitant, de kandidaat, gegadigde