Λέξη: πρόχειρα

Σχετικές λέξεις: πρόχειρα

πρόχειρα καταλύματα ζώων, πρόχειρα διαγωνίσματα, πρόχειρα φαγητά, ντύσου πρόχειρα, πρόχειρα τυροπιτάκια, πρόχειρα χτενίσματα, πρόχειρα γεύματα, πρόχειρα καταλύματα

Μεταφράσεις: πρόχειρα

πρόχειρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roughly, makeshift, rough, drafts, casual

πρόχειρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
improvisado, improvisada, provisional, expediente, de expediente

πρόχειρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschätzt, um, gegen, annähernd, etwa, ungefähr, nahezu, grob, behelfsmäßig, Behelf, provisorischen, behelfsmäßigen, improvisierten

πρόχειρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grossièrement, approximativement, bourru, rudement, brutalement, environ, de fortune, improvisé, fortune, improvisée, expédient

πρόχειρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
improvvisato, fortuna, di fortuna, improvvisata, ripiego

πρόχειρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aproximadamente, cerca, improvisado, improvisada, temporário, provisório, improvisados

πρόχειρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeveer, zowat, circa, plusminus, noodoplossing, geïmproviseerde, provisorische, geïmproviseerd, makeshift

πρόχειρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невежливо, бурно, приблизительно, резко, начерно, предположительно, неровно, грубо, небрежно, приближенно, примерно, импровизированный, временный, времянки, импровизированной, паллиатив

πρόχειρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
provisorisk, provisoriske, midlertidig, improvisert

πρόχειρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undermåliga, provisorisk, makeshift, provisoriska, provisoriskt

πρόχειρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
noin, karkeasti, tylysti, kutakuinkin, suunnilleen, hätävara, makeshift, tilapäistiloja, hätävara-, tilapäis-

πρόχειρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
improviseret, interimistiske, interimistisk, lappeløsning, improviserede

πρόχειρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrubě, drsně, zhruba, provizorní, provizórium, náhražka, Uměle vybudované, provizorním

πρόχειρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brutalnie, zgrubnie, grubo, ordynarnie, gwałtownie, szorstko, chropowato, pobieżnie, prowizoryczny, prowizoryczne, makeshift, prowizoryczna, prowizoryczną

πρόχειρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kisegítő, rögtönzött, hevenyészett, összetákolt, a rögtönzött

πρόχειρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etrafında, etrafına, eğreti, geçici, derme çatma, derme çatma bir, eğreti bir

πρόχειρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неввічливо, приблизно, брутально, бурхливо, різко, імпровізований, імпровізоване, імпровізовану

πρόχειρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i improvizuar, improvizuar, e improvizuar, e sajuar, i improvizuar më

πρόχειρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грубо, импровизиран, импровизирана, импровизираната, импровизирания, импровизирано

πρόχειρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імправізаваны, імправізаваную

πρόχειρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
umbes, hädaabinõu, ajutistes, ajutisse, ajutine, asendaja

πρόχειρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otprilike, približno, improviziran, surogat, improviziranoj, improvizirani, privremen

πρόχειρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
makeshift

πρόχειρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apie, maždaug, laikinas, Namiastka, laikina, laikina priemonė, laikinas pakaitalas

πρόχειρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aptuveni, gandrīz, makeshift, darbojas kā aizvietotājs

πρόχειρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
импровизиран, импровизирана, импровизирани, импровизираниот, импровизираната

πρόχειρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aproximativ, provizoriu, improvizat, improvizate, improvizată, improvizata

πρόχειρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Surogat, Začasno

πρόχειρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhruba, provizórne, provizórny, provizórnu, provizórnej, provizórna
Τυχαίες λέξεις