Λέξη: δυσαρέσκεια

Σχετικές λέξεις: δυσαρέσκεια

δυσαρέσκεια συνώνυμο, δυσαρέσκεια in english, δυσαρέσκεια ορισμόσ, δυσαρέσκεια στα αγγλικα

Συνώνυμα: δυσαρέσκεια

επισκίαση, προσβολή, μνησικακία, πολιτική δυσαρέσκεια

Μεταφράσεις: δυσαρέσκεια

δυσαρέσκεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
displeasure, dissatisfaction, disaffection, discontent, resentment

δυσαρέσκεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disgusto, desafecto, descontento, desagrado, displacer, malestar

δυσαρέσκεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unzufriedenheit, unmut, Unmut, Missfallen, Mißfallen, Unlust

δυσαρέσκεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déplaisir, inimitié, indignation, contrariété, courroux, mécontentement, ennui, désagrément, hostilité, dam, mécontent, colère

δυσαρέσκεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dispiacere, disappunto, malcontento, fastidio, scontento

δυσαρέσκεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descontentamento, desgosto, desagrado, desprazer, displeasure

δυσαρέσκεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
misnoegen, ongenoegen, ongenoegen van, ontevredenheid, onlust

δυσαρέσκεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неудовлетворение, неудовлетворённость, неприязнь, недовольство, неудовольствие, неудовлетворенность, досада, неудовольствия, недовольства, недовольно

δυσαρέσκεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
misnøye, displeasure, ubehaget, mishag, fornøyde

δυσαρέσκεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
missnöje, displeasure, misshag, obehag, ogillande

δυσαρέσκεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyytymättömyys, pettymys, mielipaha, tyytymättömyytensä, tyytymättömyyden, harmiksi, displeasure

δυσαρέσκεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mishag, utilfredshed, misfornøjelse, ubehag, utilfredshed med

δυσαρέσκεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepříjemnost, nepřátelství, nevole, nespokojenost, pohoršení, nelibost, nelibosti, nevoli

δυσαρέσκεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oburzenie, nielojalność, niezadowolenie, niechęć, przykrość, niezadowolenia, niezadowoleni, gniew

δυσαρέσκεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kielégítetlenség, elhidegülés, elégedetlenség, neheztelés, nemtetszés, nemtetszését, haragját, nemtetszésének

δυσαρέσκεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hoşnutsuzluk, displeasure, bir hoşnutsuzluk, hoşnutsuzluğunu, öfke

δυσαρέσκεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незадоволення, незадоволеність, невдоволення

δυσαρέσκεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pakënaqësi, pakënaqësinë, pakënaqësia, pakënaqësinë e, pakënaqësia e

δυσαρέσκεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недоволство, неудоволствие, недоволството, неодобрение, гняв

δυσαρέσκεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
незадавальненне, незадаволенасць, незадавальненьне, незадаволенасьць

δυσαρέσκεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahulolematus, võõrandumus, pahameel, rahuldamatus, meelepaha, rahulolematust, rahulolematuse, mööda lüüa, pahameele

δυσαρέσκεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nelagodnost, nezadovoljenost, nezadovoljstvo, ljutnja

δυσαρέσκεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
displeasure

δυσαρέσκεια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
indignatio

δυσαρέσκεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepasitenkinimas, nepasitenkinimą, apmaudas, apmaudą

δυσαρέσκεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapmierinātība, neapmierinātību, nepatiku

δυσαρέσκεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
незадоволство, незадоволството, угодуваме, незадоволство од, незадоволство во

δυσαρέσκεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neplăcere, nemulțumire, nemulțumirea, nemultumirea, neplăcerea

δυσαρέσκεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nezadovoljstvo

δυσαρέσκεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neľúbosť, nevôľu, nespokojnosť, nesúhlas, nechuť
Τυχαίες λέξεις