Φακές στα ολλανδικά

Μετάφραση: φακές, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
linzen, de linzen
Φακές στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φακές

φακές αργυρώ, φακές σαλάτα, φακές συνταγή, φακές σούπα αργυρώ, φακές με πλιγούρι, φακές λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φακές στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φαινομενικός στα ολλανδικά - duidelijk, zuiver, fenomenaal, puur, evident, uitgesproken, helder, ...
  • φαιός στα ολλανδικά - grauw, grijs, grijze, grey
  • φακίδα στα ολλανδικά - sproet, zomersproet, vlekje, freckle, sproeten
  • φακός στα ολλανδικά - flambouw, toorts, fakkel, lens, objectief, de lens, lens van
Τυχαίες λέξεις
Φακές στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: linzen, de linzen