Φημολογία στα ολλανδικά

Μετάφραση: φημολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
befaamdheid, faam, mare, gerucht, Geruchten, Rumours, De geruchten
Φημολογία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φημολογία

φημολογία ορισμός, φημολογία συνώνυμα, φημολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φημολογία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φεύγω στα ολλανδικά - verlof, scheiding, fiat, afreizen, vertrekken, overlaten, laten, ...
  • φημισμένος στα ολλανδικά - vermaard, beroemd, befaamd, gerenommeerd, roemruchtig, roemvol, glorierijk, ...
  • φθάνω στα ολλανδικά - aankomen, belanden, arriveren, komen, aankomt
  • φθίση στα ολλανδικά - vertering, consumptie, tering, verbruik, het rotten van planten, Tabes, rotten van planten
Τυχαίες λέξεις
Φημολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: befaamdheid, faam, mare, gerucht, Geruchten, Rumours, De geruchten