Befaamdheid στα ελληνικά
Μετάφραση: befaamdheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φήμη, διάδοση, φημολογία, φήμες, η φήμη, τη φήμη, φήμης
Μεταφράσεις
- beetwortel στα ελληνικά - τεύτλο, τεύτλων, τεύτλα, ζαχαρότευτλα, τα τεύτλα, τεύτλου
- befaamd στα ελληνικά - γνωστός, αξιοσημείωτος, πολύκροτος, διάσημος, ξακουστός, επιφανής, φημισμένος, ...
- begaafd στα ελληνικά - ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
- begaafdheid στα ελληνικά - προικοδότηση, δώρο, χάρισμα, ταλέντο, δωρεά, προτέρημα, ικανότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Befaamdheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φήμη, διάδοση, φημολογία, φήμες, η φήμη, τη φήμη, φήμης
Μεταφράσεις: φήμη, διάδοση, φημολογία, φήμες, η φήμη, τη φήμη, φήμης