Φύλλο στα ολλανδικά
Μετάφραση: φύλλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vel, blad, gebladerte, leaf, bladeren, blad van, Het blad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φύλλο
φύλλο εφημερίδας κυβερνήσεως, φύλλο μερισμού, φύλλο πορείας, φύλλο για πίτα, φύλλο χαλκού, φύλλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φύλλο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φύλαξη στα ολλανδικά - hoede, arrestatie, hechtenis, aanhouding, arrest, hoederecht, bewaring, ...
- φύλαρχος στα ολλανδικά - stam-, stammen, tribal, tribale, stam
- φύλλωμα στα ολλανδικά - vel, gebladerte, loof, bladertooi, bladeren, blad, bladerdek
- φύλο στα ολλανδικά - kunne, sekse, geslacht, seks, sex, seksuele
Τυχαίες λέξεις
Φύλλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vel, blad, gebladerte, leaf, bladeren, blad van, Het blad
Μεταφράσεις: vel, blad, gebladerte, leaf, bladeren, blad van, Het blad