Λέξη: εφεκτικός

Σχετικές λέξεις: εφεκτικός

ανεκτικός λεξικό, εφεκτικός λεξικό, ενδοτικός αντωνυμο

Μεταφράσεις: εφεκτικός

εφεκτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cautious, efektikos

εφεκτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
circunspecto, prudente, cauto, cauteloso, precavido, efektikos

εφεκτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewarnt, bedacht, behutsam, achtsam, efektikos

εφεκτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prudent, réservé, sage, précautionneux, efektikos

εφεκτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guardingo, prudente, circospetto, cauto, efektikos

εφεκτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prudente, cauteloso, efektikos

εφεκτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorzichtig, behoedzaam, efektikos

εφεκτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предусмотрительный, осмотрительный, осторожный, опасливый, efektikos

εφεκτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
varsom, forsiktig, efektikos

εφεκτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försiktig, varsam, efektikos

εφεκτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arka, varovainen, efektikos

εφεκτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsigtig, efektikos

εφεκτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obezřelý, opatrný, obezřetný, efektikos

εφεκτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roztropny, ostrożny, uważny, rozważny, efektikos

εφεκτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tedbirli, sakıngan, efektikos

εφεκτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обережний, передбачливий, efektikos

εφεκτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obazriv, oprezan, pažljiv, efektikos

εφεκτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesardzīgs, efektikos

εφεκτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
precaut, efektikos

εφεκτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
efektikos

εφεκτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opatrný, obozretný, efektikos
Τυχαίες λέξεις