Χαρούμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: χαρούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgewekt, lustig, vrolijk, verblijd, blij, verheugd, goedgeluimd, monter, goedgehumeurd, vrolijke, jong, gezellige
Χαρούμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χαρούμενος

χαρούμενος άνθρωπος, χαρούμενος πασχάλης, χαρούμενος θάνατος απέχεις lyrics, χαρούμενος συνώνυμα, χαρούμενος κόσμος, χαρούμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χαρούμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χαριτωμένος στα ολλανδικά - aardig, beminnelijk, vriendelijk, keurig, mooi, leuk, lief, ...
  • χαρούμενα στα ολλανδικά - vrolijk, opgewekt, vrolijke, jong, gezellige
  • χαρτένιος στα ολλανδικά - dagblad, papier, akte, document, courant, krant, blad, ...
  • χαρτί στα ολλανδικά - dagblad, papier, krant, blad, akte, courant, document, ...
Τυχαίες λέξεις
Χαρούμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opgewekt, lustig, vrolijk, verblijd, blij, verheugd, goedgeluimd, monter, goedgehumeurd, vrolijke, jong, gezellige