Χειριστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: χειριστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
operator, exploitant, marktdeelnemer, gebruiker, bediener
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειριστής
χειριστής κλαρκ, χειριστής μηχανημάτων έργου, χειριστήσ τροφίμων, χειριστής περονοφόρου, χειριστής cnc ξύλου, χειριστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χειριστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χειραφετώ στα ολλανδικά - vrij maken, verkiezingen te laten deelnemen, het kiesrecht geven aan
- χειρισμός στα ολλανδικά - manipulatie, manipuleren, manipulaties, manipulatie van, de manipulatie
- χειροβομβίδα στα ολλανδικά - granaat, Grenade, handgranaat, granaat van, De Granaat van
- χειροκροτώ στα ολλανδικά - applaudisseren, toejuichen, moedigen, juichen, juich
Τυχαίες λέξεις
Χειριστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: operator, exploitant, marktdeelnemer, gebruiker, bediener
Μεταφράσεις: operator, exploitant, marktdeelnemer, gebruiker, bediener