Χειροτέρευση στα ολλανδικά

Μετάφραση: χειροτέρευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achteruitgang, verslechtering, bederf, verslechtering van, aantasting
Χειροτέρευση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χειροτέρευση

χειροτέρευση συνώνυμα, χειροτέρευση συνώνυμο, χειροτέρευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χειροτέρευση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χειρονομώ στα ολλανδικά - geste, gesticuleren, gebaren, gebaar, gesticulate, zwaaien, gesticuleer
  • χειροπέδη στα ολλανδικά - handboei, manacle, handboeien, boeien, de handboeien aandoen
  • χειροτερεύω στα ολλανδικά - verergeren, verslechteren, erger, verslechtert, toenemen
  • χειροτονία στα ολλανδικά - priesterwijding, ordening, coördinatie, wijding, afstemming
Τυχαίες λέξεις
Χειροτέρευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: achteruitgang, verslechtering, bederf, verslechtering van, aantasting