Ψιλός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ψιλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
licht, sprietig, mager, schraal, fijn, fijne, fraai, nauwkeurig, fijngehakt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψιλός
ψιλός αγγλικά, ψιλός βικιλεξικο, ψηλός ή ψηλός, ψιλός ήχος, ψηλός ψηλός, ψιλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψιλός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ψιλοβρέχω στα ολλανδικά - motregenen, motregen, drizzle, besprenkel, scheutje, stofregen
- ψιλοβρόχι στα ολλανδικά - motregenen, motregen, druilerig, drizzling, druilerige
- ψιττακίζω στα ολλανδικά - psittakizo
- ψιψίνα στα ολλανδικά - poes, puss, pus, Puss van, van Puss
Τυχαίες λέξεις
Ψιλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: licht, sprietig, mager, schraal, fijn, fijne, fraai, nauwkeurig, fijngehakt
Μεταφράσεις: licht, sprietig, mager, schraal, fijn, fijne, fraai, nauwkeurig, fijngehakt