Ύφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ύφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
modus, trant, wijs, manier, wijze, stijl, mode, style, stijl van, De stijl
Ύφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύφος

ύφος κειμένου, ύφος αγγλικά, ύφος μπλαζέ, ύφος στα αγγλικά, ύφος χιλίων καρδιναλίων, ύφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ύφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ύφασμα στα ολλανδικά - stof, laken, weefsel, textiel, doek, doekje, stoffen
  • ύφεση στα ολλανδικά - absolutie, depressie, spoor, afdruk, crisis, recessie, een recessie, ...
  • ύψιστος στα ολλανδικά - ultra, bovenmatig, ergst, hoogst, hoogste, grootste, de hoogste, ...
  • ύψος στα ολλανδικά - kroon, postuur, tip, stand, verhevenheid, toppunt, hoogtepunt, ...
Τυχαίες λέξεις
Ύφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: modus, trant, wijs, manier, wijze, stijl, mode, style, stijl van, De stijl