Αιτιολογία στα ουγγρικά
Μετάφραση: αιτιολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indoklás, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιολογία
αιτιολογία κανονιστικών πράξεων, αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων, αιτιολογία τραυλισμού, αιτιολογία διοικητικής πράξης, αιτιολογία των διοικητικών πράξεων, αιτιολογία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αιτιολογία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αιτία στα ουγγρικά - ügy, ok, oka, okát, okot, mert
- αιτιατική στα ουγγρικά - tárgyeset, accusative, a tárgyeset, tárgyesetű, tárgyesettel
- αιτιολογώ στα ουγγρικά - racionalizálása, racionalizálják, racionalizálni, ésszerűsíteni, racionalizálására
- αιτούμαι στα ουγγρικά - ezennel, ezúton, következőképpen, következőképpen határozott, a következőképpen határozott
Τυχαίες λέξεις
Αιτιολογία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: indoklás, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése
Μεταφράσεις: indoklás, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése