Αιτιολογία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αιτιολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtvaardiging, reden, beweegreden, redelijkheid, verstand, oorzaak, redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
Αιτιολογία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτιολογία

αιτιολογία κανονιστικών πράξεων, αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων, αιτιολογία τραυλισμού, αιτιολογία διοικητικής πράξης, αιτιολογία των διοικητικών πράξεων, αιτιολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιτιολογία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αιτία στα ολλανδικά - veldtocht, beleggen, beweegreden, laten, proces, stichten, verloop, ...
  • αιτιατική στα ολλανδικά - accusatief, accusativus, accusative, accusatieve, de accusatief
  • αιτιολογώ στα ολλανδικά - rationaliseren, te rationaliseren, rationalisatie, rationalisering, rationalisering van
  • αιτούμαι στα ολλανδικά - leggen, zetten, opleggen, benutten, aandoen, toepassen, aanwenden, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιτιολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rechtvaardiging, reden, beweegreden, redelijkheid, verstand, oorzaak, redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering