Ιδιοτελής στα ουγγρικά

Μετάφραση: ιδιοτελής, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önös, önző, önérdekű, önző érdekből, önző érdekből történő, saját érdekeit
Ιδιοτελής στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιοτελής

ιδιοτελής συνώνυμο, ιδιοτελής λεξικο, ιδιοτελής ετυμολογία, ιδιοτελής ορισμός, ανιδιοτελής λεξικο, ιδιοτελής λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιδιοτελής στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ιδιορρυθμία στα ουγγρικά - furcsaság, sajátosság, különlegessége, sajátossága, különlegesség
  • ιδιοτέλεια στα ουγγρικά - önzés, az önzés, önzést, önzőség, az önzést
  • ιδιωτικός στα ουγγρικά - privát, különjárat, egyéni, magánterület, magán, saját, magán-, ...
  • ιδιόμορφος στα ουγγρικά - egyes, sajátságos, különös, sajátos, különleges, jellemző
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοτελής στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: önös, önző, önérdekű, önző érdekből, önző érdekből történő, saját érdekeit