Ιδιοτελής στα τούρκικα

Μετάφραση: ιδιοτελής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkarcı, kendi çıkarlarını, kendi çıkarını, kendi çıkarlarını düşünen, kendi çıkarlarına
Ιδιοτελής στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιοτελής

ιδιοτελής συνώνυμο, ιδιοτελής λεξικο, ιδιοτελής ετυμολογία, ιδιοτελής ορισμός, ανιδιοτελής λεξικο, ιδιοτελής λεξικό γλώσσας τούρκικα, ιδιοτελής στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ιδιορρυθμία στα τούρκικα - özellik, özelliği, bir özelliği, tuhaflık, acayiplik
  • ιδιοτέλεια στα τούρκικα - bencillik, selfishness, bencilliği, bencilliğin, bir bencillik
  • ιδιωτικός στα τούρκικα - bireysel, kişisel, özel, özel bir, üyeye özel
  • ιδιόμορφος στα τούρκικα - acayip, tuhaf, özgü, kendine özgü, özel, has
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοτελής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çıkarcı, kendi çıkarlarını, kendi çıkarını, kendi çıkarlarını düşünen, kendi çıkarlarına