Κλήμα στα ουγγρικά

Μετάφραση: κλήμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szőlőtőke, szőlő, a szőlő, bor
Κλήμα στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλήμα

κλήμα δωρίδος, κλήμα σκοπέλου, κλήμα σταφύλι, κλήμα σε γλάστρα, κλήμα παυσανία, κλήμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κλήμα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κλάψιμο στα ουγγρικά - kiáltó, síró, klapsimo
  • κλέβω στα ουγγρικά - csipet, becsípés, lopás, telérelvékonyodás, lop, tolvajkodik
  • κλήρος στα ουγγρικά - árutétel, veteményeskert, kvóta, osztályrész, kiosztás, juttatás, klérus, ...
  • κλήση στα ουγγρικά - hivatásérzet, telefonbeszélgetés, madárfütty, bemondás, hívás, hívást, felhívás, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλήμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szőlőtőke, szőlő, a szőlő, bor