Κλήμα στα τούρκικα

Μετάφραση: κλήμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asma, Vine, virane, bağ, sarmaşık
Κλήμα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλήμα

κλήμα δωρίδος, κλήμα σκοπέλου, κλήμα σταφύλι, κλήμα σε γλάστρα, κλήμα παυσανία, κλήμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, κλήμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κλάψιμο στα τούρκικα - klapsimo
  • κλέβω στα τούρκικα - aldatmak, aşırmak, tutuklama, çimdiklemek, çalmak, hırsızlık yapmak, hırsızlık, ...
  • κλήρος στα τούρκικα - pay, takım, ruhban sınıfı, din adamları, din adamlarının, ruhban, din adamlarına
  • κλήση στα τούρκικα - haykırış, ses, seslenmek, çığlık, çağrı, arama, çağrısı, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλήμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: asma, Vine, virane, bağ, sarmaşık