Μέσον στα ουγγρικά
Μετάφραση: μέσον, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közeg, közepes, közép-, közegben, közép
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέσον
μέσον meaning, ἀνὰ μέσον, μέσον τε καὶ ἄριστον, το μέσο, έχεισ μέσον, μέσον λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μέσον στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μέση στα ουγγρικά - hajóközép, ingváll, közép, derék, derekát, dereka, deréktól, ...
- μέσο στα ουγγρικά - eszköz, eszközök, eszközökkel, segítségével, eszközöket
- μέσος στα ουγγρικά - átlagos, átlagérték, átlagosan, átlag, átlaga, Átlagban
- μέτοχος στα ουγγρικά - részvényes, részvényesi, részvényese, tulajdonosi, részvényesek
Τυχαίες λέξεις
Μέσον στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: közeg, közepes, közép-, közegben, közép
Μεταφράσεις: közeg, közepes, közép-, közegben, közép