Στραγγαλίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: στραγγαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elfojtódás, szivató, nyakszorító vassal kivégez
Στραγγαλίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στραγγαλίζω

στραγγαλίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στραγγαλίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • στραβός στα ουγγρικά - horgas, tisztességtelen, kampós, elfintorított, félrecsavart, elfintortott, fanyar, ...
  • στραγγίζω στα ουγγρικά - kínoz, szorítás, tekerni, csavarja ki, tördelte
  • στραμπουλίζω στα ουγγρικά - villáskulcs, ficam, fonákság, rándulás, megterhelés, csavarugrás, feszültség, ...
  • στραπατσάρισμα στα ουγγρικά - behorpadás, horpadás, benyomódás, Dent, horpadást, lófogú
Τυχαίες λέξεις
Στραγγαλίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elfojtódás, szivató, nyakszorító vassal kivégez