Στραγγαλίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: στραγγαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lämbuma, kägistama, ummistama, garrottima, garrott
Στραγγαλίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στραγγαλίζω

στραγγαλίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, στραγγαλίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • στραβός στα εσθονικά - küürus, väänatud, kõver, irooniline, vildak, ebaaus, viril, ...
  • στραγγίζω στα εσθονικά - äravoolutoru, kuivamine, välja pigistama, väänama, vääna, väänake, ringutama
  • στραμπουλίζω στα εσθονικά - pinge, tõug, nihestama, venitus, väänama, mutrivõti, nikastus, ...
  • στραπατσάρισμα στα εσθονικά - tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
Τυχαίες λέξεις
Στραγγαλίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lämbuma, kägistama, ummistama, garrottima, garrott