Άνοιξη στα ουκρανικά
Μετάφραση: άνοιξη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пагони, започаткувало, підхоплюватися, пружинити, весна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνοιξη
άνοιξη ζερβουδάκης στίχοι, άνοιξη 2014, άνοιξη της πράγας, άνοιξη στίχοι, άνοιξη κινηματογράφος, άνοιξη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άνοιξη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άνοδος στα ουκρανικά - підвищення, додаток, приріст, збільшення, анод
- άνοιγμα στα ουκρανικά - заслінка, ґрати, обдумувати, народжуватись, відкриття
- άνομος στα ουκρανικά - низький, безчесний, нечестивий, беззаконний, злочинний
- άνοστος στα ουκρανικά - слабкий, переваги, украдливий, увічливий, пестливий, чемний, невиразний, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνοιξη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пагони, започаткувало, підхоплюватися, пружинити, весна
Μεταφράσεις: пагони, започаткувало, підхоплюватися, пружинити, весна