Започаткувало στα ελληνικά

Μετάφραση: започаткувало, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέλευση, άνοιξη, αναπηδώ, γενέθλια, πηγή, εκτινάσσομαι, ξεκίνησε, που ξεκίνησε, ξεκινήσει, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε
Започаткувало στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • запорука στα ελληνικά - αντίκρισμα, εγγύηση, εγγυώμαι, όμηρος, εχέγγυο, ενέχυρο, υπόσχεση, ...
  • започатковувати στα ελληνικά - μύηση, κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, έναρξη
  • започаткувати στα ελληνικά - προέρχομαι, εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα
  • заправа στα ελληνικά - σάλτσα, σάλτσας, τη σάλτσα, σως, σάλτσα από
Τυχαίες λέξεις
Започаткувало στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέλευση, άνοιξη, αναπηδώ, γενέθλια, πηγή, εκτινάσσομαι, ξεκίνησε, που ξεκίνησε, ξεκινήσει, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε