Ένζυμο στα ουκρανικά

Μετάφραση: ένζυμο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ензим, фермент
Ένζυμο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένζυμο

ένζυμο τελομεράση, ένζυμο περιορισμού, ένζυμο cpk, ένζυμο καταλάση, ένζυμο g6pd φυσιολογικές τιμές, ένζυμο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ένζυμο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ένδοξος στα ουκρανικά - славний, славнозвісний, підпилий, славетний, славне, славного
  • ένεση στα ουκρανικά - впускати, упорскувати, запроваджувати, вводити, впорскування, уприскування, вприск, ...
  • ένιωθα στα ουκρανικά - фетр, повсть, фетровий, Я
  • έννοια στα ουκρανικά - настирливий, жаднюга, неспокійний, набридлий, набридливий, поняття, уявлення, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένζυμο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ензим, фермент