Λέξη: αξίωμα
Σχετικές λέξεις: αξίωμα
αξίωμα-φροντιστήριο, αξίωμα επιλογής, αξίωμα του αρχιμήδη, αξίωμα ορισμός, αξίωμα θεώρημα, αξίωμα στα αγγλικά, αξίωμα του peano, αξίωμα english, αξίωμα πληρότητασ, αξίωμα της πληρότητας
Συνώνυμα: αξίωμα
δόγμα, δοξασία, γραφείο, υπηρεσία, λειτουργία, αξιοπρέπεια, τίτλος, ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, πνευματική αντίληψη, θέση, αρχή, στοιχείο, επιτροπή, προμήθεια, διάπραξη, διορισμός, εξοπλισμός
Μεταφράσεις: αξίωμα
αξίωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
axiom, office, dignity, tenet, principle
αξίωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
axioma, oficina, la oficina, oficina de, de oficina, cargo
αξίωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
axiom, Büro, Amt, office
αξίωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
axiome, bureau, office, bureau de, fonction, le bureau
αξίωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ufficio, sede, office, carica, dell'ufficio
αξίωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escritório, de escritório, do escritório, escritório de, cargo
αξίωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grondstelling, axioma, kantoor, bureau, ambt, office, zetel
αξίωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аксиома, офис, офиса, служба, в офисе, бюро
αξίωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kontor, kontoret, office
αξίωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontor, Office, kontoret, kontors
αξίωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aksiomi, aksiooma, toimisto, toimiston, toimistossa, toimistoon, office
αξίωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aksiom, grundsætning, kontor, Office, kontoret, hjemsted, kontor for
αξίωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásada, axióm, princip, kancelář, úřad, kancelářské, kancelářský, úřadě
αξίωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pewnik, aksjomat, urząd, biuro, gabinet, kancelaria, biura
αξίωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alaptétel, sarktétel, alapigazság, axióma, sarkigazság, iroda, hivatal, irodai, hivatali, irodában
αξίωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ofis, ofisi, büro, office, merkez
αξίωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аксіома, офіс, офис, офісу
αξίωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zyrë, zyra, zyre, zyra e, zyrës
αξίωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аксиома, офис, офиса, служба, длъжност, кабинета
αξίωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
офіс
αξίωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
punkt, aksioom, kontor, büroo, kontoris, kontori, office
αξίωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
činjenica, aksioma, aksiom, ured, uredski, office, uredske, služba
αξίωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forsenda, skrifstofa, skrifstofu, Embætti, Skrifstofan, skrifstofunni
αξίωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aksioma, biuras, įstaiga, biuro, buveinė, tarnyba
αξίωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aksioma, birojs, biroja, adrese, biroju, iestāde
αξίωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аксиома, канцеларија, Канцеларијата, канцелариски, функцијата, завод
αξίωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
birou, birouri, biroul, de birou, de birouri
αξίωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
princip, pisarna, urad, office, pisarniški, pisarniške
αξίωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zásada, kancelária, kanceláriu, nehnuteľnosti, o nehnuteľnosti, kancelárie
Τυχαίες λέξεις