Αινιγματικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: αινιγματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загадковий, таємничий, незбагненний, загадкове, загадкова, найзагадковіший
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αινιγματικός
αινιγματικός συνώνυμα, αινιγματικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αινιγματικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αιματηρός στα ουκρανικά - скривавлений, кривавий, криваве
- αιμορραγώ στα ουκρανικά - линяти, кровоточити, кровити, кровоточитиме
- αιολική στα ουκρανικά - здригання, вітер
- αιρετικός στα ουκρανικά - єретик, єретичний, єретика, еретик
Τυχαίες λέξεις
Αινιγματικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: загадковий, таємничий, незбагненний, загадкове, загадкова, найзагадковіший
Μεταφράσεις: загадковий, таємничий, незбагненний, загадкове, загадкова, найзагадковіший