Λέξη: ρακέτα
Σχετικές λέξεις: ρακέτα
ρακέτα wilson, ρακέτα παραλίας, ρακέτα για κουνούπια, ρακέτα τένις, ρακέτα θαλάσσης, ρακέτα αγόρι, ρακέτα τένις wilson six.one comp, ρακέτα πινγκ πονγκ, ρακέτα αγόρι racing, ρακέτα badminton
Συνώνυμα: ρακέτα
θόρυβος, εκβιαστική ενέργεια, εκβιαστική ομάδα
Μεταφράσεις: ρακέτα
ρακέτα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
racket, racquet, a racket, tennis racket, bat
ρακέτα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jaleo, raqueta, alboroto, ruido, raqueta de, la raqueta, la raqueta de, estafa
ρακέτα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwindelgeschäft, schlager, racket, gaunerei, schläger, job, krach, geräusch, lärm, geräusche, krawall, Schläger, Schlägers, Lärm
ρακέτα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tapage, raquette, bacchanal, vacarme, tumulte, boucan, raffut*, racket, battoir, fusée, fracas, bruit, raquettes, raquette de
ρακέτα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rumore, racchetta, racket, racchetta da, racchetta di, la racchetta
ρακέτα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruído, raquete, raquete de, barulho, racket, da raquete
ρακέτα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
racket, lawaai, geluid, ruis, racket van, De racket, herrie
ρακέτα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возня, предприятие, трамтарарам, гул, гам, вымогательство, организация, рэкет, скандал, гомон, шантаж, шум, ракетка, обман, тарарам, мошенничество, ракетки, ракеткой, ракетку
ρακέτα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
larm, racket, ståk, bråk, racketen, bråket
ρακέτα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
larm, oväsen, stoj, bråk, oljud, racket, racketen, brummande
ρακέτα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
meteli, hälinä, maila, melu, rymytä, melske, ääni, mailan, racket, mailalla
ρακέτα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støj, ketcher, larm, ketsjer, racket, ketsjeren
ρακέτα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kravál, hluk, raketa, brajgl, sněžnice, pálka, rámus, raketou, racket
ρακέτα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
awantura, harmider, łoskot, rakietka, hałas, rakieta, geszeft, huk, racket, Rakietka, przekręt, kanta
ρακέτα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tivornyázás, panama, zsivaj, ütő, lármát, lárma, racket, teniszütő
ρακέτα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
raket, raketi, Raketleri, racket, raketin
ρακέτα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мучиться, ракетка
ρακέτα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhurmë, dallavere, raketë, gjullurdi, raketë të
ρακέτα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шум, ракета, рекет, ракетата, ракети, врява
ρακέτα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ракетка
ρακέτα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljapressimine, mäng, reket, lärmi lööma, kuritegelik plaan, lõbusat elu elama
ρακέτα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
larma, voditi, zamka, reket, buka, racket, reket za, galama
ρακέτα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fargan, gauragangur
ρακέτα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triukšmas, raketė, reketas, šurmulys, linksmai gyventi, bruzdėjimas
ρακέτα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kņada, troksnis, rakete, raketi, rakešu, raketes
ρακέτα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шумот, рекет, рекетот, бучава, на рекет
ρακέτα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zgomot, rachetă, racheta, rachetă de, racheta de
ρακέτα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raketa, lopar, lopar za, racket, loparjev, loparja
ρακέτα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pálka, raketa, hluk, rámus, rakety, raketu
Τυχαίες λέξεις