Ασθμαίνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ασθμαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зітхати, задихатися, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασθμαίνω
ασθμαίνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασθμαίνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ασθενής στα ουκρανικά - терпеливий, пацієнт, хворий, терплячий, поранений
- ασθενικός στα ουκρανικά - немічний, слабкий, незначний, нікчемний, кволий, хворобливий, болючий, ...
- ασκητής στα ουκρανικά - пустинник, відлюдник, аскет
- ασκητικός στα ουκρανικά - аскетичний, аскет
Τυχαίες λέξεις
Ασθμαίνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зітхати, задихатися, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання
Μεταφράσεις: зітхати, задихатися, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання