Βιασμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: βιασμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ненажерливість, жадобу, жадібність, жадоба, викрадення, згвалтування, зґвалтування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιασμός
ντούβλη, μαριάννα ντούβλη, ntouvli, ντουβλη, marianna ntouvli, βιασμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βιασμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βιάζομαι στα ουκρανικά - поспішати, квапливість, спішити, поспішність, квапитися, квапитись
- βιαιοπραγία στα ουκρανικά - напад, атака, нападати, штурм, штурмувати, акумулятор, аккумулятор
- βιαστικός στα ουκρανικά - швидкий, поверховий, опришкуватий, різкий, бистрий, запальний, поспішний, ...
- βιασύνη στα ουκρανικά - квапливість, поспішність, линути, спішити, поспіх, поспішати, очеретяний, ...
Τυχαίες λέξεις
Βιασμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ненажерливість, жадобу, жадібність, жадоба, викрадення, згвалтування, зґвалтування
Μεταφράσεις: ненажерливість, жадобу, жадібність, жадоба, викрадення, згвалтування, зґвалтування