Γελοιοποιώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: γελοιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бурлеск, бурлеску
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γελοιοποιώ
γελοιοποιεί στα αγγλικά, γελοιοποιώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γελοιοποιώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γειτονικός στα ουκρανικά - суміжний, межування, сусідній, межує, що межує
- γελοίος στα ουκρανικά - працювати, гострий, шпичастий, блазнівської, блазнівський, блазеньський, блазенський, ...
- γελοιότητα στα ουκρανικά - дурість, безглуздість, сміховинність, сміхотворність, сміховинно
- γελωτοποιός στα ουκρανικά - дотеп, пожартувати, жарт, жартувати, шут, блазень, чорт
Τυχαίες λέξεις
Γελοιοποιώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бурлеск, бурлеску
Μεταφράσεις: бурлеск, бурлеску