Διαχειμάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαχειμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привабливо, замовити, зимувати, зимуватимуть, зимуватиме
Διαχειμάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαχειμάζω

διαχειμάζω συνώνυμα, διαχειμάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαχειμάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαφωτίζω στα ουκρανικά - освітіть, просвіщати, інформувати, просвітити, висвітлювати, освітлювати, висвітлюватимуть, ...
  • διαχείμαση στα ουκρανικά - бездіяльність, зимівля, зимовка
  • διαχειριστής στα ουκρανικά - опікун, адміністратор, администратор
  • διαχειριστικός στα ουκρανικά - адміністративно-господарчий, керівний, виконавчий, управлінський
Τυχαίες λέξεις
Διαχειμάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: привабливо, замовити, зимувати, зимуватимуть, зимуватиме