Λέξη: τροφοδοσία
Σχετικές λέξεις: τροφοδοσία
τροφοδοσία χώρων μαζικής εστίασης, τροφοδοσία πλοίων, τροφοδοσία με μπουκάλι, τροφοδοσία με σιρόπι, τροφοδοσία ξενοδοχείων, τροφοδοσία μελισσών, τροφοδοσία led, τροφοδοσία καταστημάτων, τροφοδοσία κυλικειων, τροφοδοσία rss
Μεταφράσεις: τροφοδοσία
τροφοδοσία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catering, supply, feed, power, feeding
τροφοδοσία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abastecimiento, servicio de comidas, vacaciones, catering, de vacaciones
τροφοδοσία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verpflegung, Verpflegung, Gastronomie, Catering, Versorgung
τροφοδοσία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alimentation, ravitaillement, approvisionnement, restauration, vacances, meublée, Location, la restauration
τροφοδοσία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ristorazione, Catering, vacanze, casa, appartamento
τροφοδοσία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restauração, férias, de catering, atendimento, suficientes
τροφοδοσία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
catering, horeca, vakantiewoning, vakantiewoningen, vakantiehuis
τροφοδοσία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обслуживание, общественное питание, питание, питания, Кейтеринг, питанием
τροφοδοσία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
catering, betjent, husholdning, hushold, kjøkken
τροφοδοσία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
catering, självhushåll, Servering, restaurangbranschen
τροφοδοσία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pitopalvelu, ateriapalvelu, catering, ravintola, tarjoilut
τροφοδοσία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
catering, forplejning, catering ved, køkken-, køkkenfaciliteter
τροφοδοσία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásobování, stravování, catering, stravováním, Cateringové služby
τροφοδοσία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaopatrzenie, gastronomia, wyżywienie, catering, gastronomii, gastronomicznych
τροφοδοσία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellátás, vendéglátás, vendéglátó, vendéglátóipari
τροφοδοσία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
catering, ikram, yemek, mutfaklı, donanımlı
τροφοδοσία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
громадське харчування, Заклади харчування, Суспiльне харчування, Общественное питание
τροφοδοσία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furnizim ushqimi, hotelieri, ushqyer, hotelierike, duke ushqyer
τροφοδοσία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хранене, кетъринг, заведенията за хранене, приготвяне на храна, обществено хранене
τροφοδοσία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грамадскае, грамадская, грамадскую, грамадзкае, грамадскі
τροφοδοσία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varustamine, toitlustamine, peoteenindus, toitlustus, catering, toitlustamise, Iseteenindav
τροφοδοσία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugostitelji, ugostiteljstvom, ugostiteljski, ugostiteljstvo, catering, hranjenje, aranžmanu
τροφοδοσία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sjálfsafgreiðsla, veisluþjónusta, veitingaþjónusta, veitingar
τροφοδοσία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Maitinimas, maitinimo, catering, maitinimasi, viešojo maitinimo
τροφοδοσία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēdināšana, ēdināšanas, Catering, Brīvdienu, virtuve tipa
τροφοδοσία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
угостителство, угостителски, угостителските, угостителството, угостителска
τροφοδοσία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
catering, de catering, servirea, alimentare, servirea mesei
τροφοδοσία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
catering, gostinstvo, prehrana, Gastronomija, gostinske
τροφοδοσία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zásobovanie, zásobovania, dodávok, dodávky, zásobovaní
Τυχαίες λέξεις