Διαχειμάζω στα δανικά

Μετάφραση: διαχειμάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vinter, dvale, overvintre
Διαχειμάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαχειμάζω

διαχειμάζω συνώνυμα, διαχειμάζω λεξικό γλώσσας δανικά, διαχειμάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαφωτίζω στα δανικά - belyse, lyser, oplyse, lyse, at belyse
  • διαχείμαση στα δανικά - overvintring, overvintringsområde, overvintre, overvintrende, overvintrings-
  • διαχειριστής στα δανικά - administrator, administratoren, administratorerne, administratoradgangskode
  • διαχειριστικός στα δανικά - ledelsesmæssige, ledende, ledelsesmæssig, ledelses-, le-
Τυχαίες λέξεις
Διαχειμάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vinter, dvale, overvintre