Δυσκολοχώνευτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: δυσκολοχώνευτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
dyskolochoneftos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσκολοχώνευτος
δυσκολοχώνευτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δυσκολοχώνευτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δυσκαμψία στα ουκρανικά - негнучкість, ригідність
- δυσκολία στα ουκρανικά - перешкода, трудність, труднощі, складність
- δυσμένεια στα ουκρανικά - ганьбити, ганьба, немилість, зганьбити, опала, ганьбу, сором, ...
- δυσμενής στα ουκρανικά - пасивний, неслушний, протилежний, ворожий, несприятливий, несприятлива
Τυχαίες λέξεις
Δυσκολοχώνευτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: dyskolochoneftos
Μεταφράσεις: dyskolochoneftos