Επιβίβαση στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιβίβαση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вантаж, посадка, посадку, садіння
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβίβαση
επιβίβαση για μακρινό ταξίδι, επιβίβαση για τα κύθηρα, επιβίβαση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιβίβαση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιβάλλω στα ουκρανικά - влаштовувати, установлювати, примусити, впертість, розбити, спонукайте, метастаз, ...
- επιβάτης στα ουκρανικά - сідок, пасажирський, пасажир, пасажирка, пасажира
- επιβίωση στα ουκρανικά - виживання, пережиток
- επιβεβαίωση στα ουκρανικά - підтвердження, доказ
Τυχαίες λέξεις
Επιβίβαση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вантаж, посадка, посадку, садіння
Μεταφράσεις: вантаж, посадка, посадку, садіння