Λέξη: ελαφρύνω

Σχετικές λέξεις: ελαφρύνω

ελαφρύνω συνωνυμα

Συνώνυμα: ελαφρύνω

ανακουφίζω, ευκολύνω, ησυχάζω, εκκενώνω, αδειάζω, εξαντλώ, μειώνω, μετριάζω

Μεταφράσεις: ελαφρύνω

ελαφρύνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attenuate, extenuate, deplete

ελαφρύνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atenuar, extenuar, amortiguar, extenuate, de atenuar

ελαφρύνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschönigen, extenuate, mildern, abzuschwächen, zu beschönigen

ελαφρύνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alanguir, modérer, atténuer, affadir, atténuent, étioler, estomper, amortir, diluer, énerver, étouffer, vieillir, amollir, assourdir, adoucir, aveulir, exténuer, extenuate, l'atténuer

ελαφρύνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annacquare, attenuare, extenuate, estenuare, scusare

ελαφρύνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atenue, atenuar, remediar, minorar, extenuar, extenuante, extenuate

ελαφρύνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzwakken, verdunnen, verzachten, vergoelijken, extenuate

ελαφρύνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истощать, смягчать, смягчить, смягчают, ослаблять, служить оправданием

ελαφρύνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mildne, unnskylde

ελαφρύνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
extenuate, förmildra

ελαφρύνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
extenuate

ελαφρύνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
besmykke

ελαφρύνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tlumit, oslabit, zmírnit, zředit, zmenšit, zeslabit

ελαφρύνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zanikać, rozcieńczać, tłumić, osłabiać, łagodzić, pomniejszać, zmniejszać, złagodzić

ελαφρύνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elgyöngített, lesoványodott, karcsú, elvékonyodott, vékonyult, gyöngített, vékonyuló, elvékonyult, vékonyodó, felhígított, enyhít, guilt, hígít

ελαφρύνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafifletmek, extenuate, ciddiye almamak, mazur, hafife almak

ελαφρύνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пом'якшувати, зм'якшувати, пом'якшити, пом'якшуватиме

ελαφρύνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
justifikoj, lehtësoj, zbut

ελαφρύνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намалявам, омаловажавам, смекчава, смекчавам

ελαφρύνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змякчаць, змягчаць, зьмякчаць, аслабляць

ελαφρύνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõrgendama, vabandama, leevendama, pehmendama

ελαφρύνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umanjiti, prigušiti, opao, oslabiti, slabiti

ελαφρύνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
extenuate

ελαφρύνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pateisinti, Švelninti, Tarnauti pateisinimu, Mažinti, Stengtis rasti atšaukta

ελαφρύνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
extenuate

ελαφρύνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
олеснува

ελαφρύνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atenua, scuzăm, slăbi

ελαφρύνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omili

ελαφρύνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmierniť, zmiernenie, znížiť, obmedziť, zmierňovať
Τυχαίες λέξεις