Λέξη: ντουλάπι

Σχετικές λέξεις: ντουλάπι

ντουλάπι μπάνιου κρεμαστό, ντουλάπι μπάνιου με καθρέφτη, ντουλάπι τοίχου, ντουλάπι μπάνιου, ντουλάπι εξωτερικού χώρου, ντουλάπι βιτρίνα, ντουλάπι πλυντηρίου, ντουλάπι για πλυντήριο, ντουλάπι κουζίνας, ντουλάπι γραφείου

Συνώνυμα: ντουλάπι

θαλαμίσκος, θάλαμος, καμαράκι, ερμάριο, θυρίδα, ιματιοθήκη, κελάρι, αποθήκη τροφίμων, οψοθήκη, αποθήκη για τρόφιμα, κελλάρι, υπουργικό συμβούλιο, κομό, υπουργείο, σκευοθήκη, ερμάρι

Μεταφράσεις: ντουλάπι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cupboard, closet, cabinet, pantry, locker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
armario, alacena, armario de, armario empotrado, Mueble
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschirrschrank, schrank, Schrank, Möbel, Küchenschrank
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
armoire, balaise, placard, buffet, crédence, dressoir, armoire de, armoires, meuble
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
armadio, armadietto, credenza, armadio a muro, dispensa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chávena, armário, copo, xícara, estante, cupboard, armário de, armários, do armário
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kast, inbouwkast, meubel, kastje, meterkast
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
буфет, шкаф, чулан, сервант, шкафа, шкаф для, шкафом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skap, skapet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skänk, skåp, skåpet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaappi, komero, kaapissa, kaappiin, kaapin, kaapista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skab, skabet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příborník, kredenc, skříň, almara, skříňky, skříňka, skříň na, skříň pro
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szafka, bufet, sklep, pracownia, wydział, szafa ścienna, ścienna, Szafa, cupboard
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konyhaszekrény, szekrény, szekrényben, faliszekrény, szekrénysor, szekrénybe
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolap, dolabı, dolapta, cupboard, büfe
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сервант, шафа, буфет, шафу, шкаф
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dollap, bufe, dollap rrobash, dollapi, vitrinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шкаф, бюфет, шкафове, шкафа
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шафа, шафу, шкаф
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhvetkapp, seinakapp, kapp, nõudekapp, kapis, kappi, kapi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kredenac, ormar, ormarić, ormara
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skáp, skápur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spinta, spintelės, ir spintelės, spintelės su, kriauklė ir spintelės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bufete, skapis, skapī, skapim
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шкаф, орманот, плакар, креденец, шкафот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bufet, dulap, dulap de, dulapuri, dulapul, hotă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kredenc, omara, omarica, omara za, omara je, omara z
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kredenc, skriňa, skriňu, skrinka, skrine, skříň
Τυχαίες λέξεις