Μίασμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: μίασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осквернення, контамінація, псування, плюндрування, міазми
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μίασμα
συφιλιδικό μίασμα, μίασμα wiki, μίασμα βικιπαιδεια, μίασμα ορισμός, μίασμα συνωνυμο, μίασμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μίασμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μήτρα στα ουκρανικά - матка, жіночний, матриця, матрица, таблиця
- μία στα ουκρανικά - один, кожний, одна
- μίγμα στα ουκρανικά - суміш, амальгама, рукавиці
- μίζα στα ουκρανικά - запав, запалювання, запалення, спалах, сполох, стартер
Τυχαίες λέξεις
Μίασμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: осквернення, контамінація, псування, плюндрування, міазми
Μεταφράσεις: осквернення, контамінація, псування, плюндрування, міазми