Μεμψιμοιρώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: μεμψιμοιρώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скарження, поскаржитися, прискіпуватися, чіплятися, прискіпуватись
Μεμψιμοιρώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεμψιμοιρώ

μεμψιμοιρία τι σημαίνει, μεμψιμοιρώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεμψιμοιρώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μεμπτός στα ουκρανικά - негожого, поганого, ганебного, осудного, недозволеного
  • μεμψίμοιρος στα ουκρανικά - маца, буркотливий, ворчлівий, буркотлива
  • μενεξές στα ουκρανικά - несамовито, сильно, жорстоко, дуже-дуже, люто, фіолетовий, Пурпурний
  • μερίδα στα ουκρανικά - співвідношення, порція, відношення, пропорція, обслуговування, шматок, подача, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεμψιμοιρώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скарження, поскаржитися, прискіпуватися, чіплятися, прискіпуватись